Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



δροναμπινόλη


Ερμηνεία:

Aντιεμετικό, διεγερτικό της ορέξεως, δραστικό κανναβινοειδές από του στόματος με άγνωστο μηχανισμό δράσης. H  δροναμπινόλη είναι δέλτα-τετραϋδροκαναβινόλη [Delta-9-tetrahydrocannabinol (THC)] που κυκλοφορεί στοεμπόριο  για τη θεραπεί των συμπτωμάτων που σχετίζονται με τη θεραπεία του καρκίνου και του προχωρημένου HIV/AIDS και τη θεραπεία των συμπτωμάτων διακοπής της χρήσης κάνναβης (χασίς).



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία: